Δημοσιεύθηκε
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα απεβίωσε στις 25 Νοεμβρίου σε ηλικία 60 ετών από ανακοπή καρδιάς και η αργεντίνικη Δικαιοσύνη ερευνά τα αίτια θανάτου του θρυλικού ποδοσφαιριστή, κατά πόσο θα μπορούσε να αποφευχθεί το απευκταίο. Αυτός που ερευνάται είναι ο προσωπικός γιατρός και φίλος του «Pibe De Oro», ο Λεοπόλδο Λούκε, ο νευροχειρουργός που του έκανε επέμβαση στις αρχές του μήνα.
Οι δυο τους, μάλιστα φέρονται να λογομάχησαν λίγες ημέρες πριν το μοιραίο συμβάν και για πρώτη φορά ο Λούκε βγήκε δημόσια για να μιλήσει για τις τελευταίες εξελίξεις. Όταν ρωτήθηκε, από την αυλή του σπιτιού του όπου έσπευσαν δημοσιογράφοι, για το τι ακριβώς συνέβη την ημέρα που λογομάχησαν, είπε: «Ο Ντιέγκο με πέταξε έξω από το σπίτι του πολλές φορές και μετά με καλούσε. Η σχέση μου μαζί του ήταν πατέρα – γιου. Αν δεν ήμουν εγώ, ο Ντιέγκο δεν θα έκανε το παραμικρό για την υγεία του. Ας λένε τις ηλιθιότητες που λένε, πιο πολύ κακό κάνουν στον Ντιέγκο. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, του καυγά, πήγα ως συνήθως να τον δω και έγινε ό,τι έγινε. Όταν αρρώστησε, τους πέταξε όλους έξω από το σπίτι και είπε: «Δεν θέλω να είναι εδώ κανείς». Ποιος θα μπορούσε μόνο να είναι εκεί; Εγώ.
Πήγα και μου είπε: «Λούκε, άσε με μόνο». Δεν ήθελε ούτε τις κόρες του να δει. Εκείνη τη μέρα με έβγαλε έξω κι εμένα. Εγώ επέμενα γιατί ήξερα ότι χρειάζεται βοήθεια. Ο Ντιέγκο σιχαινόταν τους γιατρούς, σιχαινόταν τους ψυχολόγους. Με εμένα ήταν διαφορετικά γιατί εγώ ήμουν γνήσιος. Είχε πολλά προβλήματα προτού με γνωρίσει».
Σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται κατάθεση νοσοκόμας ο Μαραντόνα λογομάχησε έντονα στις 19 Νοεμβρίου με τον Λεοπόλδο Λούκε και ο εκλιπών τον έσπρωξε.
Σύμφωνα με την Ole οι ιατροδικαστές έχουν πάρει δείγματα από το σώμα του Μαραντόνα για να εξετάσουν την πραγματική ώρα που έφυγε από τη ζωή και το εάν οι νοσηλευτές τήρησαν το προβλεπόμενο πρωτόκολλο στην αλλαγή της βάρδιας.
Όταν ο Λούκε κλήθηκε να μιλήσει για την έρευνα που γίνεται σε βάρος του, απάντησε: «Ήρθε η αστυνομία με τρόπο που κανείς δεν περιμένει. Με τη σύζυγό του και την οικογένειά μου ανοίξαμε τις πόρτες και τους δώσαμε ό,τι πληροφορίες ήθελαν. Ανοίξαμε τα κινητά μας τηλέφωνα, όλα. Πήραν ό,τι ζήτησαν. Είναι δουλειά τους, ακολουθούν νόμιμες διαδικασίες τις οποίες δεν θα κριτικάρω. Ξέρω τι έκανα, ξέρω πώς το έκανα. Τι έκανα με τον Ντιέγκο και για τον Ντιέγκο μέχρι την τελευταία στιγμή. Είμαι απολύτως σίγουρος πως έκανα το καλύτερο για τον Ντιέγκο, το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει».
Περιέγραψε ακολούθως όσα έγιναν από την ημέρα που χειρουργήθηκε ο Μαραντόνα μέχρι τη μέρα που πέθανε: «Το μόνο που καταφέραμε ήταν να βάλουμε δίπλα του μια νοσοκόμα, θέλαμε τη συναίνεσή του. Είχε νευροχειρουργική απαλλαγή. Τα υπόλοιπα είναι προτάσεις και ο ασθενής απλά χρειάζεται να το θέλει. Εγώ ήμουν αυτός που τον πήγα στην κλινική, που μπήκα στο δωμάτιό του και τον πήγα στο νοσοκομείο. Έπρεπε να πείσει τον εαυτό του να βελτιωθεί. Πώς πείθεις κάποιον έτσι; Ο ρόλος μου ήταν να μπορώ να κάνω τον Ντιέγκο να καταλάβει τα πράγματα. Δεν μπορούσε να μεταφερθεί σε νευροψυχιατρικό νοσοκομείο επειδή δεν υπήρχε ιατρικό κριτήριο και ένα κέντρο αποκατάστασης απαιτεί τη θέληση του Ντιέγκο. Αλλά ο Ντιέγκο θα μπορούσε να διαλύσει τα πάντα και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα».
Πρόσθεσε: «Δεν έγινε ιατρικό λάθος από κανέναν. Ο Ντιέγκο υπέστη καρδιακή προσβολή. Ένας ασθενής με τα χαρακτηριστικά του, αυτός είναι ο πιο συνήθης λόγος για να πεθάνει. Κάθε προσπάθεια έγινε για να μειωθεί αυτή η πιθανότητα. Η κλινική έκανε ό,τι καλύτερο γινόταν. Τον κράτησα στην κλινική όσο περισσότερο μπορούσα. Και αυτό που πετύχαμε μαζί ήταν να πείσουμε τον Ντιέγκο να του βάλουμε δίπλα του ανθρώπους. Ο Ντιέγκο ήθελε κακή ζωή. Προσπάθησα να είμαι δίπλα του. Του έλειπαν πολύ οι γονείς του».
sport24.gr