Το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο ιδρύθηκε το 1992 και είναι μια από τις μεγαλύτερες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές στη Μεσόγειο, με έκταση 2.315 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μάλιστα, το 2018 τα όριά του επεκτάθηκαν, συμπεριλαμβάνοντας σημαντικές θαλάσσιες περιοχές της Σκοπέλου και της Σκιάθου.
Οπως είναι επόμενο, η φύλαξη της περιοχής (και ιδιαίτερα του πυρήνα της γύρω από τη νησίδα Πιπέρι) δεν είναι απλή υπόθεση: ο φορέας διαθέτει μόνο ένα σκάφος με δύο άτομα και εξαιρετικά περιορισμένους πόρους, ενώ το Λιμενικό είναι επίσης υποστελεχωμένο και επιφορτισμένο με πλήθος αρμοδιοτήτων.
Από φέτος, οι θαλάσσιες περιπολίες ενισχύθηκαν χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το «Ιδρυμα Θάλασσα», ένας μη κυβερνητικός οργανισμός, διέθεσε στον φορέα δύο ταχύπλοα σκάφη (καλύπτοντας και τα καύσιμα) και τέσσερα άτομα προσωπικό, ώστε να συνδράμουν στη φύλαξη του θαλάσσιου πάρκου. «Θεωρούμε ότι η Αλόννησος είναι από τις πιο σημαντικές περιοχές στη χώρα από πλευράς οικοσυστήματος», λέει η αντιπρόεδρος του ιδρύματος, Βέρα Αλεξανδροπούλου.
«Ετσι βοηθούμε στην ενίσχυση της φύλαξης, με τη συνεργασία της Εταιρείας για την Προστασία και τη Μελέτη της Μεσογειακής Φώκιας (MOm), ενώ παράλληλα δοκιμάζουμε νέους τρόπους επιτήρησης. Για παράδειγμα, θα τοποθετήσουμε με την άδεια του φορέα ειδικές κάμερες 3G στο Πιπέρι, στο οποίο δεν επιτρέπεται η προσέγγιση σε απόσταση μικρότερη των 3 ναυτικών μιλίων, για να ανιχνεύουν κίνηση και να ειδοποιείται το Λιμενικό».
Η φύλαξη του εθνικού πάρκου, σε συνάρτηση με την ενημέρωση των τοπικών ψαράδων ώστε να τηρούνται κανόνες στην αλιεία, δείχνει να αποδίδει. Επιστημονική ομάδα υπό τον καθηγητή ιχθυολογίας του ΑΠΘ Θανάση Τσίκληρα μελετά από το 2017 την πορεία της ιχθυοπανίδας στο εθνικό πάρκο (με χρηματοδότηση από το «Ιδρυμα Θάλασσα» και τη συνεργασία του τοπικού συλλόγου των αλιέων). Ποια είναι η κατάσταση; «Οπως σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, η κατάσταση των ιχθυοαποθεμάτων είναι κακή.
Είδαμε όμως ότι στην Αλόννησο οι αλιείς μπορούν ακόμη να πιάνουν αρκετά ψάρια και σε καλά μεγέθη και είναι ικανοποιημένοι σε σχέση με συναδέλφους τους από άλλες περιοχές», λέει ο κ. Τσίκληρας. «Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι επειδή η περιοχή έχει καταφέρει λόγω του εθνικού πάρκου να διατηρήσει ικανοποιητικούς πληθυσμούς ψαριών, προσελκύει επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες από άλλες περιοχές και υπάρχει μεγαλύτερη πίεση, άρα και ανάγκη επιτήρησης. Τις προάλλες έπιασαν έναν ψαροντουφεκά (σ.σ.: σε περιοχή όπου απαγορεύεται) με πολλούς μεγάλους ροφούς, που είναι είδος απειλούμενο».
«Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αύξηση του πληθυσμού των εποχικών/μεταναστευτικών ψαριών, όπως ο γαύρος και η σαρδέλα. Σίγουρα η κατάσταση στο εθνικό πάρκο είναι καλύτερη από ό,τι σε άλλες περιοχές. Ελπίζουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε αποτελέσματα», λέει ο διευθυντής του φορέα διαχείρισης του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου, Σπύρος Ιωσηφίδης. «Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι έχει σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός της μεσογειακής φώκιας, τα τελευταία χρόνια έχουμε 4-8 γεννήσεις τον χρόνο, άρα δεν μειώνεται ο πληθυσμός τους».
Οσο για τη φύλαξη, ο φορέας έχει αποφασίσει να παραχωρήσει το μοναδικό του σκάφος στο Λιμενικό. «Είναι μεγαλύτερο από ό,τι χρειάζεται, άρα και ασύμφορο. Επιπλέον, χρειάζεται προσωπικό, ειδικότητες που εμείς δεν έχουμε». «Χρειάζεται οπωσδήποτε ενίσχυση το Λιμενικό, που είναι και το μόνο που μπορεί να ασκήσει αστυνομικά καθήκοντα», συμπληρώνει η κ. Αλεξανδροπούλου.