«Ο Μπάμπης Αγναγνωστόπουλος έπνιγε την Καρολάιν επί πέντε λεπτά»

0
14
«Ο Μπάμπης Αγναγνωστόπουλος έπνιγε την Καρολάιν επί πέντε λεπτά»

Με ιδιαίτερα σκληρούς χαρακτηρισμούς περιγράφει ο εισαγγελέας Γ. Νούλης τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, προτείνοντας την παραπομπή του σε δίκη για ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και κακοποίηση ζώο αλλά και για ψευδή καταγγελία και ψευδή κατάθεση κατ’ εξακολούθηση.

Ο εισαγγελικός λειτουργός τον περιγράφει ως ένα άτομο ανάλγητο και σκληρό που σχεδίασε με απόλυτη ψυχραιμία τη δολοφονία της συζύγου του Καρολάιν στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά και μπροστά στα μάτια της ανήλικης κόρης τους.

Στην 24σέλιδη πρόταση του περιγράφει ως προς τη νύχτα που ο κατηγορούμενος δολοφόνησε τη σύζυγο του, σκηνοθετώντας δήθεν ληστεία για να αποπροσανατολίσει τις αρχές:

«Μετά και την συγκεκριμένη πολλοστή θερμή φιλονικία του ζεύγους, ο κατηγορούμενος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση σχεδίου εξόντωσης της συζύγου του, που από καιρό καλλιεργούσε στην σκέψη του, με σκοπό να απαλλαγεί από την παρουσία της και να απομείνει μόνος με το παιδί τους.

Το σχέδιο του αυτό αποτελούνταν από δύο μέρη, αφενός μεν την φόνευση της Κράουτς, αφετέρου δε την εμφάνιση του θανάτου της ως προϊόν εγκληματικής ενέργειας τρίτων αγνώστων δραστών προς αποφυγή τον δικών του ποινικών ευθυνών. Κι ενόσω το μωρό κοιμόταν στο σαλόνι της οικίας και η Κράουτς στην κρεβατοκάμαρα του άνωθεν αυτού ορόφου ο κατηγορούμενος προχώρησε, με τη χρήση γαντιών χειρός, σε σειρά ενεργειών προκειμένου να διαμορφώσει στο χώρο της οικίας εικονικό σκηνικό «ληστείας μετά φόνων».

Συγκεκριμένα:
α) προέβη στην βίαιη αποκόλληση κάμερας παρακολούθησης του χώρου σαλονιού -καθιστικού, που ήταν τοποθετημένη (βιδωμένη) στην οροφή του, ώστε να μην καταγράφονται οι κινήσεις του υποστήριξης του σεναρίου που εμπνεύστηκε,

β) προχώρησε στην αφαίρεση και την καταστροφή της κάρτας μνήμης της συγκεκριμένης συσκευής με σκοπό την εξαφάνισε του καταγραφέντος σε αυτήν οπτικού υλικού.

γ) Αποξήλωσε το παράθυροφυλλο του υπογείου της μεζονέτας το οποίο στη συνέχεια απέκρυψε στο χώρο του πλυσταριού, ώστε να δημιουργήσει «πύλη εισόδου» των «αγνώστων ληστών» στο σπίτι

δ) επέφερε σε επιλεγμένους χώρους της μεζονέτας (καθιστικό σαλόνι) τεχνητή εικόνα ακαταστασίας, (ενδεικτικά, αναστάτωση βιβλιοθήκης, ρίψη στο δάπεδο πλαστικού κουτιού του επιτραπέζιου παιχνιδιού monopoly) και απομάκρυνε από το χώρο του σαλονιού τιμαλφή του ζεύγους (βέρες, δαχτυλίδια) τα οποία και απέκρυψε εντός πλαστική σακούλας στο ρεζερβουάρ της μοτοσυκλέτας του, ώστε να τα παρουσιάσει ως «λεία των επιδραμόντων ληστών».

Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της «σκηνογραφίας» των χωρών του ισογείου του σπιτιού ο κατηγορούμενος περί ώρα 4:05 ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο της μεζονέτας όπου κοιμόταν ανύποπτη η σύζυγος του. Απόλυτα ψύχραιμος αιφνιδίασε το κοιμώμενο σε πρηνή θέση (μπρούμυτα) θύμα, το οποίο και ακινητοποίησε με το υπέρτερο σωματικό βάρος του.

Με τη δύναμη των χεριών του πίεσε ισχυρά το κεφάλι της Κράουτς προς το μαξιλάρι με αποτέλεσμα την απόφραξη των έξω στομίων των αεροφόρων οδών αυτής (στόμα και ρουθούνια). Τούτο επέφερε σταδιακή δυσχέρεια στην αναπνοή της, αυτή σθενανώς προσπάθησε να αντιδράσει, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό. Η προσπάθεια αυτή του κατηγορουμένου να εξοντώσει την σύζυγό του διήρκεσε επί πεντάλεπτο και τελικώς το θύμα κατέληξε λόγω ασφυξίας περί ώρα 4:11. Και τούτο αφού κατά τη διάρκεια της δολοφονίας, βίωσε έντονο σωματικό και ψυχικό στρες, με το θάνατό της να είναι όχι ακαριαίος, αλλά αγωνιώδης».

Ως προς τις κινήσεις του συζυγοκτόνου μετά την αποτρόπαια πράξη, ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρει στην πρόταση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ως προς τη σκηνοθετημένη ληστεία και τον απαγχονισμό του σκυλιού:

«Μετά την θανάτωση της συζύγου του ο πάντα ψύχραιμος και αυτοκυριαρχούμενος κατηγορούμενος, προχώρησε άμεσα στην υλοποίηση και του δευτέρου μέρους του εξαρχής προπαρασκευασμένου εγκληματικού του σχεδίου: Της δήθεν εισβολείς ληστών στην οικία του, οι οποίοι και σκότωσαν την άτυχη σύζυγό του. Προς τούτο αυτός:

α) την ώρα 4:20 φόνευσε δει απαγχονισμού τον οικόσιτο σκύλο ονόματι Roxy. Το άτυχο ζώο κρεμάστηκε από αυτόν με το λουρί του στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού είχε δει την στόχευση, τόσο των εμφανιστεί πειστικότερο το σενάριο της βιαιότητας των «φανταστικών» ληστών, οι οποίοι πλην της συζύγου του σκότωσαν και τον τετράποδο, όσο και να απομακρυνθούν οι τυχόν υποψίες από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού δεν θα ήταν πιθανό να θεωρηθεί ότι ο ίδιος το κακοποίησε.

β) Προέβη στην επιλεκτική αναστάτωση και του χώρου της κρεβατοκάμαρας, όπου σκότωσε το θύμα, με την αφαίρεση και την ρίψη στο δάπεδο συρταριού κομοδίνου. Και τούτο προς διαμόρφωση εικόνας έρευνας και του ακριβούς σημείο του εγκλήματος.

γ) μετακίνησε το κοιμώμενο στο ισόγειο όροφο μωρό του ζεύγους και το τοποθέτησε επάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, δίπλα στην άρτι δολοφονηθείσα από τον ίδιο μητέρα του. Και τούτο με σκοπό να προσδώσει ένα περαιτέρω δραματικό τόνο στο όλο σενάριο και να μεγεθύνει την αγριότητα των ανύπαρκτων ληστών.

δ) Με τη χρήση σπάγκου και μονωτικής ταινίας έδεσε μόνος του μεταξύ τους τα χέρια του μπροστά και τα πόδια του, στη συνέχεια δεν προσδέθηκε στις τάβλες του κρεβατιού στο δάπεδο του υπνοδωματίου. Περαιτέρω, περιτύλιξε το λαιμό του με μονωτική ταινία, με την οποία κάλυψε το στόμα και τα μάτια του, ώστε να εμφανίσει εαυτών ως ακινητοποιηθέντα από τους ληστές. Αντίστοιχα δε έπραξε και με το σώμα της συζύγου του, του οποίου τα χέρια έδεσε πίστα αγκώνα με μια γκρι ζακέτα, ενώ γύρω από τον τράχηλο της είχε περιτυλίξει παντελόνι φόρμας ώστε να εμφανίσει ακόμα πιο πειστικό το αφήγημα περί «ληστρικής βιαιότητας».

ε) Πριν τον ως άνω «αυτοπεριορισμό» του προέβη στην επιχείρηση σκοπίμως εσφαλμένο τηλεφωνικών κλήσεων σε αριθμούς παρόμοιος με αυτόν της άμεσης δράσης (1000 και 180). Και τούτο προκειμένου να γίνει πιστευτή η κατασκευή του ότι κατά την προσπάθεια επικοινωνίας του με την Αστυνομική Αρχή ήταν πράγματι δεμένος».

Ο εισαγγελέας κ. Νούλης επισημαίνει πως η Καρολάιν αντιμετώπιζε ψυχολογικές μεταπτώσεις μετά τα προβλήματα υγείας της κόρης της και το ζευγάρι κατέφυγε στη σύμβουλο ψυχικής υγείας Ελένης Μυλωνοπούλου προκειμένου να σώσει το γάμο του.

Με βάση τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η κ. Μυλωνοπούλου, η Καρολάιν «δεν έπασχε από επιλόχεια κατάθλιψη» και το ζεύγος «ήταν -με επιλογή κυρίως του κατηγορουμένου- τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον αμφοτέρων των συζύγων».

Η Καρολάιν «βίωνε ως εγκλεισμό την σχέση της με τον κατηγορούμενο» και αυτή «διακατεχόταν ενόψει και της ηλικιακής τους διαφοράς από σύνδρομο «συνεξάρτησης»» από τον προφυλακισμένο πιλότο «(αποδοχή του προσώπου αλλά απόρριψη του ατόμου του)». Επίσης, η Καρολάιν «εμφανιζόταν φοβισμένη, στους συχνούς δε διαπληκτισμούς του ζεύγους και σε στιγμές εξάρσεις εκτόξευε προς τον κατηγορούμενο μη σοβαρές απειλές περί αποχώρησης της από την συζυγική οικία είτε μόνη της είτε μαζί με το παιδί τους».

Όπως αναφέρει ο εισαγγελέας, επιλέχθηκε από τον πιλότο η μεζονέτα των Γλυκών Νερών για μόνιμη κατοικία του ζεύγους, ώστε το θύμα να βρίσκεται μακριά από το Πανεπιστήμιο όπου είχε καταφέρει να εισαχθεί. Επισημαίνει δε ότι η Καρολάιν ήταν επιβαρυμένη με τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή του παιδιού χωρίς καμία βοήθεια από τρίτο πρόσωπο, ενώ ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ήταν συνεχώς παρών σε συναντήσεις της με τις φίλες της.

Ο ανθρωποκτόνος δόλος του κατηγορούμενου, «ευκρινώς συνάγεται από τον τρόπο και τις συνθήκες εκτέλεσης του εγκλήματος», τονίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, ήτοι τον ασφυκτικό πνιγμό πεντάλεπτης διάρκειας του θύματος. «Εξίσου εναργώς προκύπτει και το στοιχείο της ηρεμίας ψυχικής κατάστασης στην οποία τελούσε ο δράστης, όπως συνάγεται από την εκ των προτέρων μεθόδευση της παύσης λειτουργίας τις κάμερες ασφαλείας της οικίας του, τον αιφνιδιασμό της ανύποπτης θανούσης, την εξαρχής σκηνοθεσία δήθεν διαπραχθείσας και σε βάρος του ληστείας και της προσχεδιαστεί σας προσπάθειες παραπλάνησης των διωκτικών αρχών».

Επίσης, αντικρούει τους ισχυρισμούς του Μπάμπη Αναγνωστοπούλου, ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι ο θάνατος της Καρολάιν ήταν ατύχημα.

Ο εισαγγελέας τονίζει την πλήρη διαύγεια του κατηγορούμενου, όπως προκύπτει «από την πληρότητα της σχετικής «σκηνοθεσίας» τόσο μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας όσο και πριν από αυτή, η οποία και καταδεικνύει ότι την επεξεργάστηκε νωρίτερα και υπολογισμένα και όχι υπό το κράτος ανεξέλεγκτης παρόρμησης». Επίσης, στην πρόταση αναφέρεται πως από τα παραπάνω στοιχεία «σχηματίζεται απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με την ένταση του ατιθασεύτου φρονήματος του κατηγορουμένου και της σκληρότητας και του ανάλγητου της προσωπικότητας του».

Στην εισαγγελική πρόταση αναφέρονται 11 σημεία που αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κακουργηματικών του πράξεων. Μεταξύ άλλων ο εισαγγελέας Γ. Νούλης αναφέρει:

«Την από μέρους του (κατηγορούμενου) ψυχρή και μεθοδική εξύφανση λεπτομερούς ψεύδους σεναρίου περί επιδρομής στον τόπο του εγκλήματος αγνώστων τρίτον ληστών, οι οποίοι δήθεν διέπραξαν τα εγκλήματα στα οποία ο ίδιος προέβη, προς αποπροσανατολισμό των αστυνομικών και διωκτικών αρχών…. Από την υποκριτική και αμετανόητη στάση του μετά την ανθρωποκτονία που διέπραξε καθώς αναζήτησε ψυχολογική στήριξη για την διατήρηση της προσποιητής θλίψης του από την απώλεια της συζύγου του. Από τη θρασύτητα και την έλλειψη μεταμέλειάς του, ως προκύπτει από την άνεση και την παρουσία και συμμετοχή του ως «τεθλιμμένου» στις θρησκευτικές τελετές μνήμης της φονευθείσας από τον ίδιο συζύγου του και από τον κυνισμό και την φιλαυτία που επέδειξε ακόμη και μετά την ομολογία των πράξεών του καθώς επιχείρησε να δικαιολογήσει το ψευδές σκηνικό ληστείας που απεργάστηκε προς αποφυγή των ποινικών ευθυνών του ως προερχόμενο από το ενδιαφέρον του «η κόρη του να μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της». Ήτοι ο ίδιος να απολαύσει την πατρότητα και την ανατροφή ενός παιδιού από το οποίο βίαιο στέρησε από την βρεφική του ηλικία την μητέρα του, ντροπή αυτό ούτε καν θα θυμάται».

Πηγή