Δημοσιεύθηκε
Είναι αυτό που συμβολίζει το αίμα που έχει χύσει η εργατική τάξη σε ολόκληρο τον πλανήτη, διεκδικώντας ανθρώπινες συνθήκες ζωής. Από τους πρωτοπόρους εργάτες του Σικάγο που οδηγήθηκαν στην αγχόνη, μέχρι τη τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Οι αγώνες των εργατών ήταν ποτισμένοι στο αίμα.
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας». Οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη, περιγράφουν με ακρίβεια τη σύνδεση της εργατικής τάξης με το κόκκινο χρώμα.
Έτσι θα συνέβαινε και την Πρωτομαγιά του 1944, στο «μικρό Στάλινγκαντ» της πατρίδας μας, τη Καισαριανή. Έτσι ονόμαζαν τη προσφυγογειτονιά της Αθήνας οι Γερμανοί κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους. Δεν ήταν, άλλωστε, τυχαίο το μένος τους για αυτή τη συνοικία. Κάθε τρεις και λίγο πραγματοποιούσαν επιδρομές εναντίον της, τις οποίες απέκρουε ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Καισαριανής.
Εκείνη την ημέρα, το αίμα 200 εκ των καλύτερων παιδιών της εργατικής τάξης θα πότιζε για πάντα το χώμα της πατρίδας μας, θυσία ανεξίτηλη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού, εναντίον των ναζί.
Τα γερμανικά αντίποινα
Από τις πρώτες ημέρες κιόλας της γερμανικής κατοχής, ο ελληνικός λαός επέλεξε την ανυπακοή απέναντι στους εισβολείς. Από τις μικρές και ανοργάνωτες εστίες, έφτασε στην εποποιΐα της Εθνικής Αντίστασης. Το ΕΑΜ, με καθοδηγητή και κύριο «αιμοδότη» του το ΚΚΕ, οργάνωσε τον λαό και το ένοπλο τμήμα του, ο ΕΛΑΣ, σκορπούσε τον τρόμο στους γερμανούς, στους ιταλούς και στους βούλγαρους κατακτητές, αλλά και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Για να κάμψουν την αντίσταση των Ελλήνων, οι δυνάμεις κατοχής προχώρησαν σε θηριωδίες άνευ προηγουμένου. Τα ολοκαυτώματα στα Καλάβρυτα, στη Βιάννου, στο Δίστομο και στο Χορτιάτη, αποτελούν μερικά παραδείγματα της εκδικητικής μανίας τους απέναντι στον άμαχο πληθυσμό. Επίσης, προχωρούσαν και σε μαζικές εκτελέσεις πατριωτών. Οι 110 του Κούρνοβο, οι 120 του Αγρινίου και πολλές ακόμα κτηνωδίες, που όμως δεν μπορούσαν να σταματήσουν το μεγάλο ποτάμι που γέμιζε την αντίσταση.
Η διαταγή
Στις 27 Απριλίου 1944, διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, επιτέθηκε κατά του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστράτηγου της ναζιστικής Γερμανίας, Φράντς Κρεχ και της συνοδείας του, στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας. Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν να πέσει νεκρός ο Κρεχ και τέσσερα ακόμα άτομα της συνοδείας του.
Την επόμενη μέρα, η είδηση έχει φτάσει ήδη στην Αθήνα. «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
- Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
- Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».
Η απόφαση είχε ήδη ληφθεί. Το πρόσχημα ήταν η επίθεση. Η πραγματικότητα ήταν πως ήθελαν αίμα.
Οι 200 του Χαϊδαρίου
Οι 200 κομμουνιστές που επέλεξαν να εκτελέσουν ως αντίποινα οι κατακτητές, δεν ήταν τυχαίοι. Ήταν όλοι τους κρατούμενοι στα κολαστήρια της Ακροναυπλίας και της Ανάφης, από την δικτατορία του Μεταξά. Όταν οι γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, η τότε κυβέρνηση -διάδοχοι του Μεταξά που είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα- απελευθέρωσαν όλους τους ποινικούς, αλλά όχι τους πολιτικούς κρατούμενους.
Οι τελευταίοι, όντας στελέχη του ΚΚΕ, παραδόθηκαν στους κατακτητές. Ήταν η πρώτη πράξη δοσιλογισμού στη κατεχόμενη Ελλάδα. 600 συνολικά εξόριστοι έπεσαν στα χέρια των ναζί. Οι 300 εξ αυτών, μεταφέρθηκαν στη Λάρισα. Ένα χρόνο πριν, 54 εκτελέστηκαν στο Κούρνοβο. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Από εκεί θα μεταφέρονταν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, θυσία στον αγώνα για την απελευθέρωση.
Λαϊκές αντιδράσεις
Η διαταγή της εκτέλεσης, όπως ήταν λογικό, σήμανε συναγερμό στις οργανώσεις της αντίστασης και του λαϊκού κινήματος. Στο βιβλίο του «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», ο Θανάσης Χατζής γράφει: «Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν το λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλεία. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς το Ράλλη και το δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του »προσευχόταν» για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων. Όταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: »Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό!..»».
Την κατάσταση που δημιουργήθηκε, περιγράφει στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα» ο τότε γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ, Βασίλης Μπαρτζιώτας. «Στις 29 – 30 Απρίλη 1944, γράφει2, γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση – καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία – κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους:
– Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται…
Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους… Σ’ αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί:
– Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Στον τοίχο της Καισαριανής
«…Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν’ ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος…»
Κώστας Βάρναλης
Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1944, τα γερμανικά καμιόνια κάνουν από πολύ νωρίς την εμφάνιση τους στους δρόμους της Αθήνας. Ο λαός της πρωτεύουσας ήξερε τη συνέβαινε και θρηνούσε για τα παιδιά του που οδηγούνταν στο μαρτύριο. Όχι όμως και εκείνοι που πρόκειται να χάσουν τη ζωή τους. Αυτοί συμπεριφέρονται λες και πάνε σε γλέντι.
Γράφει η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της «Πρωτομαγιές 1886-1945): «Πρώτο όνομα. Αϊβατζίδ-ηηης Γεώργιος. (…) Μόλις ακούει τ’ όνομα, πετιέται ένας άντρας. – Γεια σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ένας – ένας π’ ακούει, πετιέται στη μέση. Γροθιές παντού ανεμίζανε, σα νάτανε σημαίες. Ακουες τις φωνές τους να φωνάζουνε: «Ζήτω το ΕΑΜ! ΕΛΑΣ! ΚΚΕ!». Μα το κυριότερο ήταν: «Γεια σας – γεια σας – εκδίκηση»…».
Στις 7.30 το πρωί, στήνουνε χορό. «Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι Γερμανοί πώς πεθαίνουν οι Έλληνες», λέει ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο Ναπολέων, που, νωρίτερα, την ώρα του προσκλητηρίου, ο Γερμανός διοικητής τού ‘δωσε τη δυνατότητα να σώσει τη ζωή του κι αυτός απάντησε: «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!». Κι έπειτα, ο Εθνικός Υμνος. Περασμένες 9, τους φορτώνουν στα καμιόνια.
Στις 12 το μεσημέρι αρχίζουν οι πρώτες ριπές. Ανά εικοσάδες, στήνονται στον τοίχο. Γράφει ο Νίκος Καραντηνός στον «Ριζοσπάστη», στις 30.04.1988: «Οι εκτελέσεις άρχισαν με τον ήλιο ψηλά. Ολη την ώρα που τουφέκιζαν στο ματωμένο τοίχο της Καισαριανής οι καμπάνες χτυπούσαν λυπητερά. Και ο τηλεβόας με τα λόγια του άναβε τις καρδιές και υποσχόταν εκδίκηση».
Γύρω στις 14.00, ολοκληρώθηκε η θηριωδία. Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ».
Το τελευταίο σημείωμα
Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, οι μελλοθάνατοι γράφουν τις τελευταίες τους σκέψεις σε χαρτάκια. Πετούν στο δρόμο τα σημειώματα τους. Από εκεί εμπνεύστηκε ο Παντελής Βούλγαρης και δημιούργησε τη ταινία «Το τελευταίο σημείωμα», που αποτυπώνει τις τελευταίες ώρες τον μελλοθάνατων.
Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο κομμουνιστής που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των μελλοθάνατων, αν και οι Γερμανοί του προσέφεραν την ευκαιρία. Στο δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα, γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».
Ο Νίκος Μαριακάκης στο δικό του σημείωμα έγραψε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο Δημήτρης Σόφης: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «…Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ…».