Δημοσιεύθηκε
Έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Ζάχος Χατζηφωτίου, σε ηλικία 99 ετών. Πριν από μερικές εβδομάδες είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ και νοσηλευόταν σε σοβαρή κατάσταση.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου καταγόταν από τα Ψαρά, η οικογένεια του έφυγε από το νησί το 1824, μετά την καταστροφή του από τους Τούρκους και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Σύρο και τελικά στην Αθήνα, στην Πλάκα, όπου και γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1923.
«Ένα πρωί ξύπνησα και αποφάσισα να πουλήσω τα σπίτια μου»
Πριν από λίγα χρόνια σε μια άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη, είχε μίλησε –μεταξύ άλλων– για την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
«Μένω στο ενοίκιο. Δίνω 600 ευρώ το μήνα για το σπίτι μου και είμαι ήσυχος. Ένα πρωί ξύπνησα και αποφάσισα να πουλήσω τα σπίτια μου σε Αθήνα και Μύκονο. Λίγο μετά ξέσπασε η κρίση. Είχα έμπνευση μου φαίνεται», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Στο Κολωνάκι πηγαίνετε;» τον είχε ρωτήσει η δημοσιογράφος. «Είχε σπίτια εκεί ο πατέρας μου, αλλά τα έχω πουλήσει. Δεν τα ήθελα, διότι όταν πέσαμε στην αριστερή κυβέρνηση είπα εδώ δεν θα μείνει τίποτα όρθιο, θα βάλουν τέτοιους φόρους που δεν θα μπορούν να τους πληρώσουν οι άνθρωποι», απάντησε ο ίδιος.
«Δεν έχετε οικονομικό πρόβλημα;», τον ρώτησε η δημοσιογράφος. «Όχι πολύ μεγάλο. Πούλησα και τα βαπόρια δεν ήθελα να έχω τίποτα στα χέρια μου. Δεν ήμουν τσιγκούνης».
«Πήρα δύο βαπόρια, αλλά έπεσα έξω και οπισθοχώρησα»
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2016 είχε μίλησε για την εποχή που έγινε εφοπλιστής και για το πώς έχασε πλοία που είχε αγοράσει.
«Γεννήθηκα το Σεπτέμβριο του 1923 στην Κηφισιά και το χειμώνα μέναμε στο Κέντρο, στην Πλάκα, γιατί έκανε κρύο στα βόρεια και δεν υπήρχαν καλοριφέρ τότε. Είμαι ένας περίεργος άνθρωπος. Έκανα τέσσερα χρόνια στον πόλεμο και θεωρώ πως αυτή είναι η πιο αξιόλογη στιγμή μου. Γιατί προσέφερα στην πατρίδα μου. Ένας στα εκατομμύρια θα μου πεις. Δεν έχει σημασία. Πήγα στα 17 μου και γύρισα στα 22. Έφυγα εθελοντικά το Μάιο του 1941 για το Ελ Αλαμέιν, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Δεν μου αρέσει να παριστάνω τον ήρωα. Το καλοκαίρι του 1940 πήρα το δίπλωμα του λυκείου, αλλά δεν ήθελα να κάνω ό,τι έκαναν οι συνομήλικοί μου. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητος, να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Δεν με δελέαζε το να ασχοληθώ με τη δουλειά του πατέρα μου».
«Μετά τον πόλεμο έφυγα στην Ιταλία κι έτρεχα δέκα χρόνια με τα αυτοκίνητα. Ήταν η μόδα της Ferrari. Τα αυτοκίνητα ήταν το πάθος της ζωής μου». Τελικά, βέβαια, ο δρόμος τον οδήγησε σε δημοσιογραφικά μονοπάτια. «Τι δηλώνω ως επάγγελμα; Πολιτικός συντάκτης», είχε πει. «Πολλοί θέλουν να με υποβιβάσουν. Ήθελαν από πολιτικό συντάκτη να με λένε κοσμικογράφο. Έμενα μου άρεσε ουσιαστικά μόνο μία δουλειά: τα βαπόρια, η θάλασσα. Μάλιστα, κάποτε ξεκίνησα και πήρα δύο βαπόρια, αλλά έπεσα έξω και οπισθοχώρησα».
Η καθοριστική γνωριμία
Μια γνωριμία του στάθηκε καθοριστική για να ανοίξει μπροστά του ένας νέος επαγγελματικός δρόμος. Όπως είχε πει: «Ήμουν φίλος με την Ελένη Βλάχου (σ.σ. τη θρυλική διευθύντρια της Καθημερινής). Ένα βράδυ βγήκαμε να φάμε και θυμόταν που της είχα γράψει ένα γράμμα που της άρεσε πάρα πολύ. Μου πρότεινε δουλειά στην Καθημερινή. Με έβαλε να γράφω χρονογραφήματα στο κυριακάτικο φύλλο και μου έδωσε 1.000 δραχμές το χρονογράφημα. Έβαλα και χιούμορ μέσα και ήταν μια πετυχημένη στήλη». Βέβαια, η στήλη του που έγινε τεράστια επιτυχία ήταν αυτή των κοσμικών, στον Ταχυδρόμο.
«Ο Ίακχος, η κοσμική στήλη που υπέγραφα, ήταν ένας λόγος που αγόραζαν τον Ταχυδρόμο. Με παρακαλούσε όλη η Αθήνα να γράφω δυο λόγια γι’ αυτούς. Μεταξύ τους έκαναν διάφορα παράπονα αν δεν τους έβαζα φωτογραφία, όμως σε έμενα προσωπικά δεν τολμούσαν ποτέ. Δεν ήμουν φωτογραφιτζίδικο, έκανα πραγματική προβολή της κοσμικής Αθήνας. Ερχόντουσαν με λεφτά και τους έδιωχνα. Ενδιαφέρον για τον εαυτό τους είχαν όλοι. Έκαναν ουρές έξω από τον Ταχυδρόμο, για να τους βάλω μια φωτογραφία». Το πώς εξελίχθηκαν οι κοσμικές στήλες τον κάνει να γελά. «Ξέρεις από τι υποφέρουν οι Έλληνες; Από την ανωνυμία! Εγώ, αν βγω τώρα και πάρω την πρώτη κοπελίτσα, όπου και να πάω να φάω, θα βρεθεί ένας φωτογράφος, κάπου θα μπει η φωτογραφία μας, κάποιος θα τη μάθει. Μάλιστα, μία μου το πρότεινε. Αλλά δεν κάνω τέτοιες αηδίες στην ηλικία μου. Δεν βγαίνω έξω. Και δεν μου αρέσουν και αυτά που μαγειρεύουν τα εστιατόρια».