Ο πρώτος χορός τις Απόκριες του 1882
Δημοσιεύθηκε
Απόκριες του 1870… Ο Βόλος ήταν ακόμη ένα χωριουδάκι. Όλος κι όλος μέχρι την… παραλιακή Δημητριάδος. Στο Κάστρο των Παλαιών κυμάτιζε η Τουρκική σημαία. Η πόλη δεν είχε φώτα, καφενεία, άμαξες. Μόνον λασπόδρομους, στενούς, αδιάβατους κι έρημους, στις ατελείωτες ώρες που ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από το Πήλιο και το Τισσαίο. Εκείνη τη χρονιά, οι Βολιώτες γνώρισαν για πρώτη φορά το καρναβάλι, που είχε χαθεί με το σβήσιμο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά συνέχιζε να ζει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν Απόκριες 1870 λοιπόν, όταν οι Βολιώτες βγήκαν έκπληκτοι από τα σπίτια τους για να περιγελάσουν κάποιους νεαρούς μασκαρεμένους που διέσχιζαν τη λασπωμένη Δημητριάδος. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις της Μαίρης Αποστολίδη στη Βολιώτικη εφημερίδα «Σημαία» του 1934, εκείνη την τρελοπαρέα της εποχής, αποτελούσαν οι δύο κόρες του Άγγλου προξένου Μπόρελ, ο μετέπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Ν. Αποστολίδης, ο εξάδελφός του Περικλής Αποστολίδης, ο πρόξενος της Ελλάδος στο Βόλο Ι. Τζιώτης και ο πράκτορας του αυστριακού ναυτικού γραφείου «Λόϋδ» Γ. Καράβας. Η απόφαση πάρθηκε από τις δύο Αγγλιδούλες που στην πατρίδα τους μασκαρεύονταν συχνά. Οι υπόλοιποι αν και αρχικά είχαν φέρει αντιρρήσεις τελικά υποχώρησαν. Φόρεσαν ότι βρήκε ο καθένας πρόχειρο μπροστά του. Η μία Μπόρελ, χρησιμοποίησε τη στολή της «Μαντάμ Πομπαντούρ», της Αγγλίδας γιαγιάς της. Ωστόσο, δεν αρκέστηκαν μόνο στο μασκάρεμα. Αποφάσισαν να επισκεφθούν ένα φιλικό τους σπίτι και έπρεπε να βγουν μέρα – μεσημέρι στους δρόμους. Η εύθυμη παρέα το τόλμησε κι αυτό. μόνον ο πρόξενος Τζιώτης δεν θέλησε να βγει έξω μασκαρεμένος. Φόρεσε το ημίψηλο καπέλο του και τους ακολούθησε. Αλλά την «έπαθε» ο κακομοίρης… Τα βλέμματα όλων – που εν τω μεταξύ βγήκαν έκπληκτοι από τα σπίτια τους – έπεσαν πάνω του. Και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν.
– Κοίτα τούτος… Ντύθηκε πρόξενος!
– Ένας πρόξενος, ένας πρόξενος!
Το σούσουρο που δημιουργήθηκε από την πρώτη μασκαράτα στο Βόλο κράτησε πολύ καιρό. Οι Βολιώτες ξαφνιάστηκαν. Την επόμενη χρονιά όμως, μασκαρεύτηκαν κι άλλοι, την μεθεπόμενη περισσότεροι. Ύστερα από λίγα χρόνια, το μασκάρεμα καθιερώθηκε και μπήκε στη ζωή των Βολιωτών σαν αποκριάτικο έθιμο.
1870: Πως γιόρτασαν οι Βολιώτες το πρώτο Καρναβάλι
Αν όλο το χρόνο πολιτισμός και φύση αντιπαλεύουν, έρχεται η στιγμή να συμφιλιωθούν, όταν η άνοιξη αρχίζει να μυρίζει και ο χειμώνας να υποχωρεί. Μέσα από την πιο οργιαστική, την πιο χοϊκή και την πιο συμβολική ιεροτελεστία: το Καρναβάλι. Που αναποδογυρίζει τον κόσμο, τον μασκαρεύει, αφήνει τον ερωτισμό αχαλίνωτο, τα πάθη ανεξέλεγκτα, την ιλαρότητα κυρίαρχη. Κι έτσι θανατώνει συμβολικά τον πολιτισμό και τον ενταφιάζει μέσα στη φύση για να τον αναβαπτίσει όμως μ’ αυτόν τον τρόπο στην πρωταρχική πηγή του και να τον αναγεννήσει. Στους καιρούς που το καρναβάλι ήταν ακόμη μια λαϊκή γιορτή και δεν είχε εκπέσει σε μια απαξιωτική μεταφορά του σύγχρονου βίου, η μάσκα και η φορεσιά αποτελούσαν τα μέσα για ν’ αλλάξει ο μεταμφιεζόμενος πρόσωπο, να συναντηθεί με την ετερότητα, να συναντηθεί με τον άλλον και να ακυρώσει τη διαφορά.
Η εφημερίδα «Πανθεσσαλική» το 1909, στο φύλλο της 10ης Φεβρουαρίου γράφει για το πρώτο καρναβάλι που διοργάνωσαν στην πόλη διάφοροι φορείς. Εξήντα δύο άρματα παρέλασαν στην οδό Δημητριάδος. Μπροστά πήγαιναν είκοσι ιππείς μεταμφιεσμένοι ωραία κρατώντας σάλπιγγες. Ακολουθούσαν ο θαυμάσιος ποδηλάτης Πασχαλίδης με στολισμένο το ποδήλατό του σε χρώματα λευκό και ροζ. Ο γάμος των αθιγγάνων. Γαμπρός με προίκα. Λιμενικά έργα. Γαμπροί εξ Αιγύπτου. Η γυναίκα «αναγκαίον κακόν». Οι τρεις «ειλικρινείς» φίλοι: Ελλάς, Τουρκία, Βουλγαρία κ.ά. «Κάτωθεν της οικίας Σκενδεράνη (Δημητριάδος με Τοπάλη), είχε στηθεί ενστολισμένη διά μυρσινών, εξέδρα επί της οποίας ίστατο η ελανόδικος επιτροπή, αποτελούμενη από τους δήμαρχο Κ. Γκλαβάνη, Δ. Βότση, Δ. Κοσμαδόπουλο, Ν. Ζαρλή, Ι. Αργύρη, Ι. Βοϊβόντα, Δ. Κούρτσοβικ, Μ. Ζουρή, Χ. Αποστολίδου, Γ. Μούσιου οι οποίοι έδωσαν και τα βραβεία. Τι ήταν το βραβείο; Ένα αρνίον και επτά φιάλαι ζύθου, εν ζεύγος υποδημάτων, ένας πίλος σικ και πεντακόσια σιγαρέττα «Καρακίτη». Ούτω έληξαν αι λαμπραί εορταί των Απόκρεω αίτινες θα μείνωσι αλησμόνηται εις τα χρονικά των εορτών του Βόλου».
Το καρναβάλι του 1961
Και έμειναν αλησμόνητες μέχρι το 1961, που μέχρι σήμερα διοργανώθηκε το καλύτερο και επιτυχέστερο καρναβάλι στο πέρασμα των χρόνων. Πλήθος συμπολιτών αλλά και εκδρομέων από άλλα μέρη της χώρας κατέκλυσαν τους δρόμους Δημητριάδος και Ιάσονος, την παραλία και το πάρκο, όλοι με διάθεση για γλέντι και ξεφάντωμα. Όλοι ανυπομονούσαν να δουν σε πρώτη δημόσια εμφάνιση τον θρυλικό «Μουντζούρη», με αλλαγμένη προσωπικότητα, ίδιον μασκαρά! Ένα πελώριο, πολύχρωμο θηρίο(!), 60 μέτρα μήκος, που δίκαια θα φούσκωνε και θα ξεφούσκωνε στο πέρασμά του, μια και τα καρναβάλια θα κρέμονταν σαν τσαμπιά σταφυλιού μέσα κι έξω από αυτό, κρεμασμένα στα σκαλιά και στη σκεπή του, παντού! Η ιδέα και οργάνωση μασκαρέματος του τραίνου του Πηλίου, ανήκει στους τότε τοπικούς εφόρους το προσκοπισμού και του οδηγισμού Δημ. Γαντζό και Νίκη Σαμαρά και ήταν επανδρωμένο με επιτυχημένους μασκαράδες των προσκόπων και των οδηγών. Από στόμα σε στόμα και με νοήματα, για ότι συνέβαινε, μεταδιδόταν κάθε λεπτομέ- ρεια μέχρι που δόθηκε το σύνθημα και η μεγάλη παρέλαση άρχισε. Στο Δημοτικό Θέατρο, όλη η πομπή ενώθηκε με το… «θηρίο»! Μπροστά αυτό και πίσω τα υπόλοιπα προχωρούσαν ανάμεσα στον κόσμο και από ψηλά έμοιαζαν με θάλασσα κυματιστή. Όμως το «θηρίο» δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα από εκεί που τέλειωναν οι γραμμές του. Εντυπωσιακός και συμβολικός ο ρόλος του, αλλά πιο πέρα δεν θα μπορούσε να στρίψει. Ο πηλιορείτης που το είχε δεμένο και το τραβούσε με την τριχιά, βόλεψε τον τρουβά του στον ώμο του και βολεύτηκε μέσα στο πλήθος των μαρκαράδων. Έτσι πια, το καρναβάλι κατευθυνόμενο στην παραλία, επέτρεψε στο πλήθος να χαρεί την πομπή με τα άρματα, τους ομίλους και τους μασκαράδες με περισσότερη άνεση. Μπροστά πήγαιναν μεταμφιεσμένοι ποδηλάτες πρόσκοποι, ενώ η Φιλαρμονική με την μπάντα της έδινε κέφι και το σωστό τόνο. Ακολουθούσε καμαρωτός ο καρνάβαλος πάνω σ’ ένα τεράστιο πύραυλο πλαισιωμένος από Αρειανούς. Από κοντά το πρώτο άρμα. «Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου». Το άρμα παρουσίαζε πέντε γιγαντιαία τσιγάρα σε σχήμα βεντάλιας. Χιουμοριστικά κεφάλια ξεπρόβαλαν στην κορυφή της. Στα πλάγια κάθετα από τις τέσσερις γωνίες του άρματος, ξεπρόβαλαν τέσσερα μεγάλα κουτιά τσιγάρων, καθένα με τη μάρκα του. Μασκαράδες ακορντεονίστες συμπλήρωναν την εικόνα αλλά σκόρπιζαν και ένα χαρούμενο τόνο με τη μουσική τους.
Ο πρώτος χορός τις Απόκριες του 1882
Μέχρι την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1881, ο Βόλος δεν είχε κοινωνική ζωή. Αποκλειστική διασκέδαση ήταν οι «βεγγέρες», επισκέψεις στα σπίτια, όπου οι Βολιώτες μαζεύονταν και άρχιζαν τις ατέλειωτες ιστορίες, κάποτε τραγουδούσαν και οι άντρες έπιναν με τις οκάδες το κρασί τους. Τις Απόκριες του 1882, πολλοί ξένοι, έμποροι του εξωτερικού, παλαιοελλαδίτες, δημόσιοι υπάλληλοι και αξιωματικοί, σκέφθηκαν να διοργανώσουν ένα χορό. Χορός όμως, δεν είχε ξαναγίνει στο Βόλο και υπήρχε η αγωνία μήπως και από τους προσκεκλημένους δεν πάει τελικά κανένας και καμία να μην χορέψει. Γι’ αυτό οι οργανωτές αναγκάστηκαν να κάνουν προεγγραφές προκειμένου να εξασφαλίσουν την συμμετοχή στο χορό και παράλληλα την επιτυχία του. Φυσικά όλοι οι αξιωματικοί και οι ξένοι γράφτηκαν χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις, θα έλεγε μάλιστα κανείς, πως γράφτηκαν με ευχαρίστηση, στον κατάλογο. Οι Βολιώτες όμως, ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για χορό. Όταν τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής τους επισκέπτονταν μόνο που δεν τους έδιωχναν.
– Εγώ να φέρω τη γυναίκα μου να χορέψει με τους ξένους; Θα μου χρειαζότανε ξύλο, έλεγαν οι άντρες.
– Να δω τη θυγατέρα μου στην αγκαλιά ξένων ανδρών;
Ποτέ!, φώναζαν οι πατεράδες.
Επόμενο ήταν στον κατάλογο να μη γραφτεί κανένας Βολιώτης, εκτός από δύο «δανδήδες», που πήγαν για να χορέψουν με τις γυναίκες των αξιωματικών. Το βράδυ του χορού, έριχνε καταρρακτώδη βροχή. Στους ασχημάτιστους δρόμους του Βόλου, η λάσπη έφθανε σε πολλά σημεία μέχρι το γόνατο. Ας σημειωθεί ακόμη, ότι τη νύχτα οι δρόμοι δεν φωτίζονταν παρά μόνο όταν είχε πανσέληνο. Πού να ξεμυτίσουν λοιπόν τα ζευγάρια και περισσότερο οι κυρίες με τα μεταξένια παπούτσια του χορού «τον κοκαλιασμένο» κορσέ, τα φουστάνια με το ένα τόπι ύφασμα και ουρά δύο μέτρα μήκος; Έτσι, όλοι οι καλεσμένοι, μεταφέρθηκαν στο χώρο της χοροεσπερίδας με το μοναδικό τότε αμάξι, ιδιοκτησίας του δημάρχου Γ. Καρτάλη. Αλλά, πέρασαν τα χρόνια και οι Βολιώτες προόδευσαν. Άρχισαν σιγά – σιγά να ημερεύουν και οι χοροί έγιναν θεσμός.
Στη συνέχεια η χορωδία του Δήμου, ομοιόμορφα ντυμένη με φανταχτερές στολές ακολουθούσε σε παράταξη πεζών. Παρόλο το αποκριάτικο κομφούζιο τα τραγούδια τους ακούγονταν όμορφα. Το πλήθος κατενθουσιασμένο χειροκροτούσε, σφύριζε, πετούσε μπαλόνια, καπέλα, χαρτοπόλεμο και ζούσε ένα ντελίριο χαράς και εκπλήξεων. Τα μπαλκόνια, οι ταράτσες, οι βεράντες κατάμεστες κι αυτές, έδιναν ένα πολύ ζωηρό και χαρούμενο παρόν! Το τέλος της χορωδίας που περνούσε άγγιζε το ράμφος μιας τεράστιας πάπιας!
Ήταν το άρμα της εταιρείας «Σέφελ – Παναγής». Μα τι πάπια! Δεν παρέλειπε να γεννάει τα αυγά της σ’ όλο το διάβα της. Έτσι που πίσω της, κάθε τόσο, ξετινάζονταν στο δρόμο κι ένα αυγό με τη μορφή μπαλονιού. Μια πολύ συμβολική κι έξυπνη ωοτοκία. Παραστατική επίσης ήταν κι η ανάπαυλα! Μετά από το αυγό ξεπηδούσε από την ίδια τρύπα κι ένα αστείο μουτράκι με κωμικές και διασκεδαστικές συσπάσεις. Και πίσω από την πάπια ο πηλιορείτικος γάμος. Τον σκηνοθέτησε και τον απέδωσε θαυμάσια ο «Εξωραϊστικός Σύλλογος Αγίου Γεωργίου Νηλείας». Τέσσερις έφιπποι παρακούμπαροι με τα’ άσπρα μετα- ξωτά μαντήλια στο λαιμό τους, με περιστέρια στα χέρια και με το σύμβολο της ευφορίας – το καρβέλι – πήγαιναν μπροστά. Πίσω, πάνω σε όχημα, πηλιορείτες και πηλιορείτισσες της εποχής του 1891 έσερναν το χορό και ξεφάντωναν με τους ήχους του νταουλιού και της πίπιζας. Ευτυχισμένο γλέντι! Οι «Αδελφοί Μαντζίρη», είχαν την έμπνευση να στολίσουν μία άλλη πάπια με άσπρα τούλια και κορδέλες κι εκεί που τέλειωνε ο λαιμός της εφάρμοσαν μια πρωτότυπη ιδέα: παρουσίασαν τη νύφη και τον γαμπρό κολλητούς σαν σιαμαίους. Το μισό πρόσωπο γαμπρός και το άλλο μισό νύφη. Στο ένα μέρος φράκο, παπιγιόν και ημίψηλο καπέλο και λουστρίνια και στο άλλο γαμήλιο στέμμα, νυφικό και γοβάκι! Έτσι απέδιδαν θαυμάσια και την βιβλική ρήση «και έσονται εις σάρκαν μίαν». Μπροστά από την πάπια προηγούνταν δύο θεόρατες μπομπονιέρες. Όμορφες και συμβολικές αλλά και παράξενες, αφού φάσιζαν με δύο ανθρώπινα πόδια η κάθε μία. Μια άψογη στο σύνολο εκδήλωση! Στη συνέχεια ο «Εξωραϊστικός Σύλλογος Ανακασιάς» με τη φιγούρα μιας ηλικιωμένης ξερακιανής προξενήτρας που καλούσε ένα γκρουπ κοριτσιών να σπεύσουν για προξενιές! Μα αυτές οι άτιμες τίποτα. Αλλά και γιατί να σπεύσουν: Να τι έγραφε η ταμπέλα: «Τρέξτε κορίτσια, γαμπρός τζάμπα». Ε! Όχι δα: Γάιδαροι ήταν οι γαμπροί, με παντελόνια, γραβάτες, παπιγιόν και ημίψηλα! Και στα σαμάρια τους τα μηνύματά τους!
– Θέλω μια γυναίκα από …τζάκι.
– Λίγα σπίτια πρώτα – πρώτα κι έναν πύ-
ραυλο για βόλτα.
– Θέλω σπίτι στην Αθήνα και μια μαύρη λι-
μουζίνα.
– Θέλω κούρσα, μαγαζιά, ένα κότερο για
βόλτα, είμαι σόι αρχοντικό και αν δεν το
πιστεύεις, ρώτα.
– Θέλω διώροφο σπίτι, πεθερά να με ψω-
νίζει και πεθερό να σφουγγαρίζει.
– Δυο σπίτια στο Θησείο, να ’χει βγάλει το
Ωδείον και 18 Μαΐων!
Ένδειξη δημοτικής δραστηριότητας ήταν το επόμενο άρμα του «Εξωραϊστικού Συλ- λόγου της συνοικίας Καραγάτς». Τι δεν συμβόλιζε και τι δεν έλεγε. Για την Παι- δική Χαρά που ρυθμίστηκε από την ανάποδη. Για τους δρόμους, για την ύδρευση και στο τελευταίο σπίτι μέσα σ’ ένα μπέρδεμα από συρματοπλέγματα, τούβλα και γκαζοτενεκέδες «ατάκτως» ερριμένους! Πίσω από το Καραγάτς ακολουθούσε ένα σύμβολο της προόδου στον τομέα της άνεσης και ταχύτητας. Βόλος – Διμήνι με τα… γαϊδουράκια. Με τα ίδια μεταφορικά μέσα ο φουστανελάς τσαρουχοφόρος του 1916 και στα ίδια και στο 1961 ο σύγχρονος κάτοικος! Μονάχα που προστέθηκε ένα λεωφορείο. Μια κλούβα εντεταγμένη στο 129ον ΚΤΕΛ, λασποφόρος Διμηνίου, για σύγχρονη τουριστική συγκοινωνία προς επίσκεψιν αρχαιοτήτων του 2000 π.Χ.. Και με μια επιτυχημένη επιγραφή στα πλάγια της κλούβας: «Βόλος – Προ- αστείον».
Στη συνέχεια ακολουθούσε το άρμα της «Σοκολατοποιΐας Παυλίδη». Πώς έμεινε όρθιο ένας Θεός το ξέρει! Απ’ τις συνεχείς επιθέσεις στις σοκολάτες είχε ξεφτίσει στα πλάγια και έτσι αποκάλυπτε εν μέρει το εσωτερικό του οχήματος από το οποίο ξεκινούσε ο σοκολατοπόλεμος. Πάνω στην κορυφή του πάντως έμεινε η απεικόνιση μιας μεγάλης σοκολάτας με ξεφλουδισμένο αμύγδαλο! Πίσω απ’ αυτό, το άρμα της «Πετρογκάζ» με μια γιγάντια φιάλη υγραερίου στο πίσω μέρος του άρματος. Να κι ο κυρ-Απόστολος, ο Δήμαρχος Νέας Ιωνίας πάνω στο άρμα του. με το ένα χέρι τραβούσε μια σακούλα με τον παρά του Ο.Α.Α.Α.. Η σακούλα έφθασε μέχρι τη γέφυρα, αλλά εκεί σφήνωσε και δεν προχωρούσε. Εντούτοις το περιεχόμενό της ξεχύνονταν από το άνοιγμά της προς την πλευρά της Νέας Ιωνίας. Πίσω της ένας μασκαράς που συμβόλιζε τον Δήμαρχο Βόλου, τραβούσε κι από λίγο τη σακούλα προς το μέρος του. αλλά τον απογοήτευσε η επιγραφή: «Πριτς λεφτά…». Ο «Εξωραϊστικός Σύλλογος Αγίων Αναργύρων» παρουσίαζε ανατολίτικο θέμα με τα πατροπαράδοτα χανουμάκια, τους βεδουίνους κ.λ.π.. Τώρα, καταφτάνει ο «Σύλλογος Χιλιαδούς», «1000δούς» όπως καταγράφεται στο άρμα της! Συμβόλιζε το Πανεπιστήμιο! Πώς σ’ αυτό οι φοιτητές έμπαιναν «κούτσουρα» κι έβγαιναν «τούβλα» ύστερα από «εισαγογικαίς εκσετάσης» για «ανώτεραι σπουδέ». Πάντως οι σπουδαστές του άρματος έπαιρναν «π…τοιχία»! Η επόμενη εκδήλωση είχε ρομαντική εμφάνιση… επιτέλους! Έντεκα αμαξάκια, όμορφα στολισμένα μετέφεραν όμορφες μασκαρεμένες κοπέλες της «Λέσχης Εργαζομένου Κοριτσιού» σ’ ένα θέαμα εντυπωσιακό. Τα κορίτσια σκορπούσαν φιλάκια προς όλες τις κατευθύνσεις και οι νεαροί αλλά και μεσήλικες παρευρισκόμενοι τα ανταπέδιδαν με θερμότητα. Κι ο Μαλλιάρας με το κλαρίνο του! Δεν μάλλιασε το στόμα του όλη την εβδομάδα του καρναβαλιού; Νάτος πάλι στη σούστα του στην παρέλαση. Πάλι στα κέφια του κι οι ακροατές του μερακλωμένοι. Πέρασε κι αυτός στο οχυρό του που κρατούσε άμυνα στο σύγχρονο τότε ροκ εντ ρολ και τσα-τσα-τσα! Το «ΕΒΟΛ» είχε ωραία παρουσία με το άρμα του. Ένα πελώριο περιστρεφόμενο μπουκάλι με γράμματα «Ένωσις Γεωργικών Συνεταιρισμών Βόλου, γάλα «ΕΒΟΛ» και στο εμπρός του μέρος η αναπαράσταση μιας τριμελούς οικογένειας που απολαμβάνει τα προϊόντα του. Από το άρμα έπεφταν σοκολάτες και σερπαντίνες προς χαρά των πιτσιρίκων.
Η σάτιρα στο κατακόρυφο χαρακτηρίστηκε το επόμενο άρμα. Το άρμα της χαρτοπαιξίας. Εκείνος που το συνέλαβε δεν θέλησε να αποκαλυφθεί. Πάντως ήταν έξυπνο και χαριτωμένο! Με δυο λόγια πληροφορούσε ότι η κ. Τσίτα Μαϊμούδη δίνει τσάι με κουμκάν ενώ οι σύζυγοι… αλλά ας δούμε την εικόνα: Οι κυρίες στρωμένες γύρω από ένα τραπέζι έπαιζαν με κάτι πελώρια χαρτιά και έπιναν ποτά από μεγάλες μπουκάλες, χρησιμοποιώντας δοχεία νύχτας αντί για ποτήρια και κάπνιζαν αρειμανίως. Αυτά στο ένα τμήμα του άρματος. Στο υπόλοιπο οι σύζυγοι με ποδίτσες στη μέση τους μαγείρευαν, σκούπιζαν και άλλοι τάιζαν τα μωρά τους. Οι κυράδες είχαν το σύνθημά τους: «Σύγχρονες σοβαρές απασχολήσεις». Ο σύζυγοι το δικό τους: «Δεινοπαθούντες σύζυγοι ενωθείτε».
Κάπου εδώ τελείωνε και η επιτυχημένη αυτή παρέλαση του καρναβαλιού του 1961. Είχε ακόμη την «κλούβα» με τα άτυχα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής του Καρναβαλιού με τον μπόγια να τους κρατάει και να παρελαύνουν μέσα στην κλούβα με τα ονόματά τους σε ταμπέλες και τον «Προοδευτικό Σύλλογο Μακρινίτσας» που «ξεκόλλησε» ένα παραδοσιακό του αρχοντικό για να διαφημίσει την κοινότητά του! Οργανωτές αυτής της μοναδικής και δυστυχώς ανεπανάληπτης γιορτής ήταν οι αείμνηστοι Σταύρος Βασαρδάνης, τότε Διευθυντής Τουρισμού και ο Νομάρχης Παπαδάκος. Δυστυχώς εκείνες οι εποχές παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Σήμερα όλοι συμφωνούμε ότι οι Απόκριες είναι μέρες γέλιου, αυθορμητισμού, σάτιρας και ξεγνοιασιάς. Χρόνο με το χρόνο ωστόσο, η σημασία τους χάνεται στο μεγάλο χωνευτήρι της ζωής. Τις όμορφες στιγμές του παλιού Βόλου, κάποτε η νοσταλγία θα τις ανακαλέσει. Ας ελπίσουμε αυτό το κάποτε να μην είναι …ποτέ.