Με εργαλείο την πανδημία, στο στόχαστρο οι εργαζόμενοι από
Κυβέρνηση και Δημοτικές Αρχές
Το τέλος μιας πολύ δύσκολης χρονιάς προσφέρει στους εργαζόμενους της Μαγνησίας την ευκαιρία να συλλογιστούμε και να βγάλουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Όχι για να αποδεχτούμε τα τετελεσμένα και να κλάψουμε τη μοίρα μας, αλλά για να προετοιμαστούμε καλύτερα για τα δυσκολότερα που έρχονται στην εποχή μετά τον κορονοϊό και να οργανώσουμε τη συλλογική πάλη για τα σύγχρονα δικαιώματα μας. Γιατί το πιο σημαντικό που ανέδειξε η χρονιά που τελειώνει είναι ότι τα καλυμμένα στόματα δεν πρέπει να μένουν σιωπηλά. Δεν φτάνει να οργιζόμαστε αλλά να στοχεύουμε τον πραγματικό αντίπαλο, αυτούς που κάνουν μαύρη τη ζωή, τη δικιά μας και των οικογενειών μας. Και αυτοί έχουν συγκεκριμένο «όνομα» και «διεύθυνση» και η ενοχή τους φάνηκε ακόμα πιο καθαρά την περίοδο της πανδημίας.
Πρόκειται για τις διαδοχικές Κυβερνήσεις, με μπλε, πράσινο ή ροζ προσωπείο, που υπονόμευσαν συνειδητά το Δημόσιο σύστημα Υγείας, περιόρισαν δραστικά τη χρηματοδότηση του, δεν το ενίσχυσαν με το αναγκαίο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, έκλεισαν ακόμα και ολόκληρα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα στην έκτακτη κατάσταση της πανδημίας να αποκαλυφθεί σε όλη της τη «μεγαλοπρέπεια» η γύμνια του. Κραυγαλέο παράδειγμα είναι αυτό με τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας που τις δύο τελευταίες δεκαετίες μειώθηκαν σημαντικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες – ατμομηχανές της δήθεν ανεπτυγμένης Ε.Ε, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Παντού η επιχειρηματολογία των κυβερνώντων για τις συγκεκριμένες πολιτικές στο χώρο της Υγείας – να περιοριστεί το «κόστος που το πληρώνουν οι φορολογούμενοι» – επιχειρούσε να συγκαλύψει τον πραγματικό τους στόχο: να εξοικονομήσουν κονδύλια για να τα διοχετεύσουν στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους της Υγείας, να αναγκάσουν το λαό να βάλει ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλίσει την υγεία της οικογένειας του.
Είναι οι Κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και των διαφόρων παρατρεχάμενων που, υπογράφοντας τα 3 Μνημόνια και εφαρμόζοντας εκατοντάδες νόμους ενάντια στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα την τελευταία δεκαετία, έστρωσαν το έδαφος ώστε στην πανδημία να εμφανιστεί σαν ώριμο φρούτο η ιδέα ότι ο εργαζόμενος πρέπει να δουλεύει με βάση τις κάθε φορά ανάγκες της εργοδοσίας και του κράτους. Πότε με μισό μισθό, πότε με ένα έκτακτο επίδομα, πότε ανασφάλιστος ή με τις εισφορές του σε έναν «κουμπαρά» που θα τζογάρεται στο χρηματιστήριο. Και ο κατήφορος δεν έχει τέλος, αν οι εργαζόμενοι δεν βάλουμε εμείς τέλος. Την ίδια ώρα που μας καλούν να δείξουμε «ατομική ευθύνη», να μην διαδηλώνουμε για να μην κολλήσουμε τον συνάνθρωπο μας, αυτοί δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να περνούν αντεργατικά νομοσχέδια: το νόμο Βρούτση για το παραπέρα σπάσιμο του 8ωρου και τις απλήρωτες υπερωρίες, το νέο συνδικαλιστικό νόμο που κάνει ουσιαστικά την απεργία και την εργατική διαμαρτυρία έρμαιο της εργοδοσίας και του κράτους, το νέο ασφαλιστικό – έκτρωμα που ετοιμάζεται στη βάση των προτάσεων της επιτροπής του δήθεν τεχνοκράτη, «νομπελίστα» Πισαρίδη και δεκάδες άλλους.
Αποδείχτηκε πεντακάθαρα τη χρονιά που πέρασε ότι η αντιμετώπιση των ασθενειών στο γερασμένο και σάπιο σύστημα του καπιταλισμού δεν έχει ουδέτερο πρόσημο, δεν στρέφεται με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε «πατρίκιους» και «πληβείους». Η εργατική τάξη της πατρίδας μας και τα άλλα λαϊκά στρώματα βρέθηκαν κυριολεκτικά ξεκρέμαστοι με το ξέσπασμα της πανδημίας. Όσοι κατάφεραν να συνεχίσουν να δουλεύουν και δεν αναγκάστηκαν να ζουν με το υποκατάστατο του μισθού, στριμώχνονταν καθημερινά σε εργασιακούς χώρους- κολαστήρια, όπου δεν εφαρμόζονταν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας της Υγείας, και σε μέσα μαζικής μεταφοράς με όλο και πιο αραιά δρομολόγια. Και όταν το πρώτο κύμα της πανδημίας υποχώρησε και οι εργαζόμενοι θέλησαν να βάλουν τη ζωή τους πάλι σε μια σειρά, κράτος και κυβέρνηση έδειξαν για μια ακόμα φορά το ταξικό τους πρόσωπο: αντί να πάρουν άμεσα γενναία μέτρα χρηματοδότησης και ενίσχυσης του Δημόσιου συστήματος Υγείας για τις νέες εξάρσεις της πανδημίας που όλοι προέβλεπαν, προχώρησαν στο «άνοιγμα» του τουρισμού για να μην θιγούν τα κέρδη των μεγάλων ξενοδόχων και touroperators και χρηματοδότησαν αδρά, με εκατοντάδες εκατομμύρια ζεστό χρήμα (του φορολογούμενου λαού που δήθεν νοιάζονται) «αναξιοπαθούντες» επιχειρηματίες, όπως αυτούς της AEGEAN.
Οι εργαζόμενοι στους Δήμους, αλλά και ευρύτερα στις κρατικές υπηρεσίες, νοιώσαμε και εμείς στο πετσί μας τα αποτελέσματα μιας πολιτικής που έχει στο κέντρο της αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματιών. Όλες οι Δημοτικές Αρχές της Μαγνησίας και των άλλων νομών της Θεσσαλίας και κατ επέκταση όλης της χώρας, απέδειξαν ότι αποτελούν ένα πραγματικό γρανάζι και προέκταση της κεντρικής κρατικής μηχανής, ότι ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος των εργαζομένων στους Δήμους και των δημοτών. Δεν πάρθηκαν τα αναγκαία μέτρα προστασίας της Υγείας σε εργασιακούς χώρους όπου από τη φύση τους υπήρχε συγχρωτισμός, δεν χορηγήθηκαν τα αναγκαία Μέσα Ατομικής Προστασίας σε επαρκή ποσότητα, δεν έγιναν τακτικά και επαναλαμβανόμενα τεστ σε όλους τους εργαζόμενους. Σε αρκετές υπηρεσίες η πάγια υποστελέχωση τους έγινε ακόμα πιο ορατή, με εργαζόμενους να μην μπορούν να πάρουν προβλεπόμενες άδειες λόγω της εξ’ ίσου αναγκαίας, εκ περιτροπής εργασίας ή των αδειών εργαζομένων σε ευπαθείς ομάδες. Την ίδια ώρα εργατικά ατυχήματα, που έτσι κι αλλιώς είναι σε πορεία αύξησης στους χώρους των Δήμων, είτε γινόταν προσπάθεια να συγκαλυφθούν, είτε δεν διερευνούνταν έγκαιρα από την απογυμνωμένη Επιθεώρηση Εργασίας.
Οι παρεμβάσεις της ΔΑΣ στο Σύλλογο Εργαζομένων ΟΤΑ ν. Μαγνησίας όπως και του Συνδικάτου Εργαζομένων ΟΤΑ ν. Μαγνησίας, γενικότερα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, ανέδειξαν συστηματικά τα προβλήματα και τους ενόχους τους. Μπόρεσαν να βάλουν ένα φρένο στις ορέξεις των Δημοτικών Αρχών, να τις αναγκάσουν να εφαρμόσουν ορισμένα μέτρα προστασίας, έστω και στο «και πέντε». Έδειξαν ότι η συλλογική ευθύνη απέναντι στην προστασία της υγείας μπορεί και πρέπει να συμβαδίσει με την συλλογική πάλη. Ότι τίποτα δεν χαρίζεται από τις κρατικές και Δημοτικές Αρχές, ότι λύση για τους εργαζόμενους δεν είναι οι «ευγενικές χορηγίες» (τεστ, tabletsγια τους μαθητές, μια σακούλα τρόφιμα από τη Motor Oil στους οικονομικά αδύναμους κτλ) διάφορων μεγαλόσχημων επιχειρηματιών και πολιτικών, που τόσο διαφημίζουν οι Δήμαρχοι της περιοχής, αλλά η αγωνιστική διεκδίκηση των σύγχρονων δικαιωμάτων μας.
Το διάστημα αυτό της πανδημίας η δουλειά εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων σε κρίσιμους και ευαίσθητους τομείς (νοσοκομεία, κοινωνικές υπηρεσίες, καθαριότητα, μεταφορές, επισιτισμός, κτλ) ανέδειξε ένα ακόμα πολύτιμο συμπέρασμα: ότι ο απλός εργαζόμενος άνθρωπος αποτελεί τον πραγματικό κινητήριο μοχλό όλης της κοινωνίας, ότι χωρίς αυτόν «γρανάζι δεν γυρνά», όπως λέει και το εύστοχο σύνθημα του εργατικού κινήματος. Κόντρα στο ρεύμα του εφησυχασμού και της υποταγής που προσπαθούν να καλλιεργήσουν τα αστικά κόμματα, οργανώνουμε την αντίδραση μας απέναντι σε αυτούς που μας μαυρίζουν τη ζωή και που προσπαθούν να φορτώσουν στους ώμους μας τα βάρη της νέας καπιταλιστικής κρίσης που θα βαθαίνει συνοδεύοντας τη μετα-κορονοϊό εποχή. Παλεύουμε για έναν κόσμο δίχως εκμετάλλευση, όπου ο πλούτος θα ανήκει μόνο σε αυτούς που πραγματικά τον παράγουν. Και αυτή είναι η μόνη ουσιαστική και ρεαλιστική ευχή για την καινούργια χρονιά που έρχεται!
Εύη Γ. Καρυδάκη
Πρόεδρος Συνδικάτου Εργαζομένων ΟΤΑ ν. Μαγνησίας
Επικεφαλής της ΔΑΣ στο Σύλλογο Εργαζομένων ΟΤΑ ν. Μαγνησίας
Αντιπρόεδρος του Νομαρχιακού Τμήματος Μαγνησίας της ΑΔΕΔΥ
Μέλος της Γραμματείας του ΠΑΜΕ