Οι Μεγάλες Απόκριες (Κυριακή της Κρεοφάγου και Κυριακή της Τυροφάγου) αποτελούσαν τα παλιά χρόνια στη Σκόπελο τη μεγαλύτερη εκδήλωση διασκέδασης, οικογενειακής και ομαδικής, πλουσίων και φτωχών. Έχουν ως γνωστόν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα, και η δομή τους αντανακλούσε το κλίμα και το πνεύμα της εποχής. Και τόση ήταν η σημασία τους για τους Σκοπελίτες ώστε όσοι απο αυτούς ναυτιλλόμενοι, ναυπηγοί και οικοδόμοι δούλευαν στα ξένα γύριζαν στην πατρίδα τις ημέρες της Αποκριάς για να γιορτάσουν εκεί με τα εγχώρια έθιμα.
Ο δημόσιος εορτασμός γινόταν επί χρόνια κατά προγραμματισμένο τρόπο, τον ίδιο πάντοτε και διαφορετικά ήταν τα χαρακτηριστικά της δεύτερης Κυριακής (Τυρινής ή Τυροφάγου) απο της πρώτης (της Κρεοφάγου). Την Κυριακή της Κρεοφάγου οι εκδηλώσεις είχαν θορυβώδες, σκωπτικό και διοννυσιακό ύφος, απέδιδαν μασκαράτες, σάτιρα και χλευασμό προσώπων και καταστάσεων και ορισμένες, όπως οι κουδουνάδες και τα άσεμνα τραγούδια, ανάγονταν, όπως φαίνεται στα Διονύσια.
Η αποκριά της Τυρινής, εορταζόταν με εύτακτη παρέλαση πολυπληθούς ομάδας νέων πολυτελώς μεταμφιεσμένων, η οποία συνήθως αναπαριστούσε γαμήλια πομπή, με άντρα στο ρόλο της νύφης. Αυτή την Κυριακή έβγαιναν οι Καλές (μτσούνες), όπως έλεγαν οι Σκοπελίτες και τα τραγούδια ήταν κόσμια και μελωδικότερα. Σήμερα τα αποκριάτικα έθιμα που λαμβάνουν χώρα στην Σκόπελο είναι “Οι Καλές” την Κυριακή της Τυροφάγου και η “Τράτα” την Κυριακή της Κρεοφάγου.
Η Φρεγάδα αργότερα Τράτα
Κύριες εμφανίσεις, οι πιο εντυπωσιακές και διασκεδαστικές στην Αποκριά της Κρεοφάγου, ήταν η “φρεγάδα” (παραφορά της λέξης φρεγάτα) ή τράτα και οι κουδουνάδες. Δευτερεύοντες μασκαράδες ήταν οι μπράμηδες, ο αρκουδιάρης και ο γιατρός. Η Φρεγάδα , όταν αργότερα ξεχάστηκε η αλγερίνικη πειρατεία λεγόταν και λέγεται έως σήμερα τράτα (όνομα αλιευτικού πλοιαρίου). Ήταν το υποτυπώδες ομοίωμα αλγερίνικου σκάφους, παραποιημένου όμως, αφού έφερε στο μέσον της μεγάλο τενεκεδένιο κιβώτιο με καπνοδόχο (φουγάρο) σαν μηχανοστάσιο ατμόπλοιου. Είχε μήκος 56 μέτρα , μέγιστο πλάτος 1,5 περίπου, καρίνα και ποδοστήματα απο λεπτό ξύλο. Τα πλευρά (πόστες και μαδέρια) ήταν απο καλάμια συναρμολογημένα και τοξοειδώς προσαρμοσμένα, άλλα στην καρίνα και άλλα στα ποδοστήματα. Με άλλα λόγια το σώμα της Φρεγάδας ήταν διαμορφωμένο απο πλέγμα καλαμιών με κενά διαστάσεων 25 εκ. περίπου.
Το “πλήρωμα” επιβιβαζόταν στην Τράτα από άνοιγμα στο πλευρό της περνώντας τα πόδια του μέσα απο το πλέγμα. Βαδίζοντας προωθούσε τη Τράτα, αφού την είχε ανασηκώσει ελαφρώς με σκοινιά που συνέδεαν τη μία κουπαστή με την άλλη, μέσω του αυχένα των ανδρών. Το πλήρωμα το αποτελούσαν 4 ή 5 άνδρες και ένας άλλος έξω απο αυτήν παρίστανε τον καλαφάτη κρατώντας τα σχετικά σύνεργα. Πιο παλιά φορούσαν κοντές γεράνιες βράκες και μεταγενέστερα τα σακάκια τους ανάποδα, κοντό κόκκινο φέσι και “ποδήματα” (ψηλά παπούτσια ναυτικού). Δεν φορούσαν μάσκα αλλά ήταν μουτζουρωμένοι για να παριστάνουν τους Αλγερίνους πειρατές. Ο καπετάνιος στην πρύμη ρύθμιζε την πορεία της τράτας με παραγγέλματα : φάϊροπ (fire up) προς τον ναύτη θερμαστή για να ανάψει τα υγρά άχυρα που περιείχε το κιβώτιο μηχανοστάσιο και να βγεί καπνός απο το φουγάρο, βίρα προς το λοστρόμο για να σηκώσει την άγκυρα, την οποία παρίστανε μία παλιά σκούπα δεμένη σε σκοινί, πρόσω προς όλο το πλήρωμα για να κινηθεί η τράτα, δεξιά ή αριστερά για να στρείψει, κράτει για να σταθμεύσει, φούντο προς το λοστρόμο για να αγκυροβολήσει, πετώντας τη σκούπα. Ο καπετάνιος κάθε λίγο σφύριζε με την μπουρού (κέλυφος μεγάλου όστρακου) φυσώντας στο εσωτερικό της, παράγωντας έτσι ισχυρό ήχο. Την μπουρού την χρησιμοποιούσαν ιστιοφόρα για χαιρετισμό και σε περίπτωση ομίχλης.
Το άρμα της Τράτας ή Φρεγάδας του σκοπελίτικου καρναβαλιού, το οποίο εκπήγαζε απο την επίδοση των σκοπελιτών στη ναυτική και ναυπιγική τέχνη, πλαισιωμένο απο πλήθος πανηγυριστών, προσωπιδοφόρων και μη που τραγουδούσαν, παρήλαυνε απο τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες της πόλης, όπου το πλήρωμα αποβιβαζόταν και μαζί με την παρέα έστηνε χορό με αποκριάτικα, άσεμνα τραγούδια.
Το ίδιο συνέβαινε και έξω απο τα σπίτια του πληρώματος, τα οποία προσέφεραν ρυζόγαλο, το γλύκισμα της Αποκριάς και άφθονο σκοπελίτικο κρασί που υπήρχε τότε. Κατά το σούρουπο η φρεγάδα, κατέληγε στην ΑΜΜΟ και απο εκεί σκάφος και πλήρωμα , τρικλίζοντας απο το μεθύσι, βουτούσαν στα ρηχά νερά του λιμανιού.
Οι Κουδουνάδες
Οι Κουδουνάδες (κδουνάδες), φαίνεται πως ήταν απόηχος των εορταστών του Διονυσίων. Είχαν άγριες μουτσούνες, φορούσαν προβιά (δορά) τράγου και γουρουνοτσάρουχα και κρατούσαν , ανεμίζοντας την, μια μακριά τσοπάνικη αγκυλωτή ράβδο (στραβολέκα). Στην προβιά ήταν κρεμασμένα καμιά δεκαπενταριά κουδούνια ζώων, χάλκινα ή σιδερένια, τα οποία δημιουργούσαν διαμονιώδη θόρυβο, καθώς έτρεχε και χοροπηδούσε φοβερίζοντας ο κουδουνάς, στη θέα του οποίου γυναίκες και παιδιά έσπευδαν να κρυφτούν απο φόβο μήπως δεχτούν επίθεση.
Οι Μπράμιδες
Οι Μπράμ(ι)δες ήταν αμασκάρευτοι φουστανελοφόροι με μαύρο σκούφο ή μαντίλι, που κρατούσαν μαστίγιο (καμτσί), με το οποίο φοβέριζαν τα παιδιά, που φέυγοντας του φώναζαν “ δε χτυπάς μπράμδα, κρίμας στο καμτσί που κρατάς”.
Ο Αρκουδιάρης
Οαρκουδιάρης ήταν αναπαράσταση της περιφοράς εκπαιδευμένης αρκούδας. Ένας άντρας χωρίς μεταμφίεση και μάσκα έσερνε δεμένον με αλυσίδα έναν άλλον, ο οποίος ήταν καλυμμένος απο το κεφάλι μέχρι τα πόδια με μαύρες τριχωτές προβιές τράγου και παρίστανε την αρκούδα. Περπατούσε πότε πότε στα 4 και με παραγγέλματα και ξυλιές, με χοντρό ρόπαλο του δήθεν αφεντικού του, εκτελούσε άγαρμπα ασκήσεις όπως εκείνα της πραγματικά εκπαιδευμένης αρκούδας. Η συγκεκριμένη αναπαράσταση και μόνο αυτήν είχε και συμφεροντολογική χροιά, αφού ο δημιουργός της καλούσε τους θεατές να συνδράμουν στο έργο του, πράγμα που γινόταν ευχαρίστως με πενταροδεκάρες.
Ο Γιατρός
Ογιατρός αποτελούσε διακωμώδηση του επαγγέλματος, με κωμική μάσκα που φορούσε ρεντιγκότα και ψηλό καπέλο (κλάκ) και κρατούσε δήθεν συνταγολόγιο και συσκευή κλίσματος, διαλαλώντας “γιατρός απο τα Παρίσια που κάνει τις γριές και γίνονται κορίτσια”. Κυκλοφορούσαν ακόμη και μεμονωμένες μερικές μουτσούνες με χάρτινη μάσκα και μεταμφίεση κωμικού χαρακτήρα
Οι καλες
Διαφορετικό ήταν το κλίμα όπως αναφέραμε του εορτασμού της Αποκριάς της Τυρινής, καθώς εδηλωνόταν με ευγενική, λεπτή σάτρια και πολλή μελωδία. Ξεκινούσε οργανωμένη παρέλαση, συνήθως αναπαράσταση γαμήλιας πομπής, στην οποία φυσικά οι άντρες υποδύονταν τη νύφη. Το πλήθος που συμμετείχε στην πομπή παρίστενε τους καλεσμένους στο γάμο, φορούσε επίσημο ένδυμα, είτε ανδρικό (βελάδα και ημίψηλο καπέλο, βράκα μαύρη μεταξωτή, φουστανέλα πλουμιστή, στολή αξιωματικού ή ναύτη του βασιλικού ναυτικού) είτε γυναικείο φουστάνι, (σκοπελίτικο μόρκο ή πρασινοκόκκινο, βλάχικα, πολυτελή, λουσάτα και ευρωπαϊκά.). Το απόγευμα, η πομπή περιέτρεχε αργά – αργά την πόλη, τραγουδώντας κόσμια αποκριάτικα, τραγούδια και άλλα ευρωπαϊκά, συνήθως με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. “Άιντε να πάμε βλάχα στον πέρα καφενέ, να σε κεράσω βλάχα σουμάδα και αργιλέ ..”
Μεμονωμένοι Μασκαράδες
Το βράδυ της κυριακής της Τυροφάγου, δινόταν μεταξύ των καλών οικογενειών χοροεσπερίδα σε κάποιο σπίτι με τη συνοδεία λατέρνας που είχε κληθεί για τον σκοπό αυτόν απο το Βόλο. Στην διασκέδαση αυτήν επικρατούσαν οι ευρωπαϊκοί χοροί. Μερικές μουτσούνες εμφανιζόταν και το βράδυ της Τσικνοπέμτης. Νεαροί και κορίτσια φορούσαν κωμικές μάσκες και ετερόφυλες παλιές φορεσιές και επισκέπτοτάν συγγενικά ή φιλικά σπίτια για να τους τρομάξουν ή να τους ξεγελάσουν.
Για να ολοκληρωθεί η εικόνα των αποκριών στη Σκόπελο, θα προσθέσουμε δύο στοιχεία: πρώτον , ότι οι θεατές υποδέχοταν την κάθε μτσούνα με την ιαχή “ούρα”, επιφώνημα που εκφράζει επιδοκιμασία και σημαίνει ζήτω. Και δεύτερον ότι τα γλυκίσματα της Αποκριάς ήταν κατά σειρά κατανάλωσης η κολοκυθόπιτα (με κόκκινη κολοκύθα), το ρυζόγαλο και η γαλατόπιτα.
Καθαρά Δευτέρα
Αποκριάτικο χρώμα με νηστίσιμα όμως φαγητά, είχε ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας, όταν ο καιρός το επέτρεπε γινόταν στην εξοχή. Οι εορταστές κουβαλούσαν άφθονα νηστίσιμα εδέσματα, πολύ κρασί και μαζεύοταν σε κήπο, λαχανόκηπο ή στα καλύβια. Μετά απο γεναίο φαγοπότι, επέστρεφαν στην πόλη κατά το δειλινό, μεθυσμένοι και τραγουδώντας. Είχαν αναποδογυρισμένο το σακάκι τους , μερικοί φορούσαν κοντό κόκκινο φέσι ή είχαν βάψει το πρόσωπο τους με λουλάκι, πρωτοστατούσε σημαιοφόρος , που για σημαία κρατούσε ένα κοντάρι, στο οποίο ήταν δεμένο ένα κουνουπίδι. Τέλος να συμπληρώσουμε ότι τα αποκριάτικα τραγούδια της Σκοπέλου, πολλά και τερπνά, μερικά άσεμνα (πιρπάσκα), προέρχονταν απο την Κωνσταντινούπολη, με την οποία το νησί είχε συχνή επικοινωνία κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, χάρη στα ονομαστά καράβια του, με τα οποία μετανάστευαν Σκοπελίτες για να δουλέψουν στα ελληνικά καταστήματα και καφενεία.
Η μελέτη και τα κείμενα έχουν παρθεί απο το βιβλίο “Σκοπελίτικοι Παλμοί” του Νικ.Ι. Νικολαϊδου
Φωτογραφία: αρχείο Κατερίνας Μπετσάνη | Καταγραφή: Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Σκοπέλου
topoikaitropoi